- πεντάκλαδος
- -ον, Ααυτός που έχει πέντε κλάδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + κλάδος (πρβλ. ολιγό-κλαδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
πέντοζος — και πεντάοζος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ / πεντα * + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί οζος)] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek